πωγωνιάτης

πωγωνιάτης
ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α
(ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. λειμων-ιάτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πωγωνιάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιωαννίνων, νομός — Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”